ήμερος

ήμερος
-η, -ο (AM ἥμερος, -ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, -ον)
1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.)
2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.)
3. χαρακτηρισμός πολλών φυτών που μπορούν να τρώγονται από τον άνθρωπο ή από τα ζώα («ήμερα ραδίκια»)
4. (για τόπο) ο καλλιεργημένος, ο εκχερσωμένος, ο οργωμένος
5. (για πρόσ. και ζώα) πράος στον χαρακτήρα, άκακος (α. «ήμερος όχλος», Κάλβ.
β. «ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. (για ψυχικές εκδηλώσεις ή εκφράσεις) μαλακός, ήπιος («ήμερος τρόπος»)
2. (για τόπο) κατοικημένος
3. παροιμ. «ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα» — για κάποιον που επιδιώκει θέση ή αξίωμα ή δικαιώματα προσπαθώντας να επιβληθεί σε άλλον, ο οποίος έχει πράγματι περισσότερα δικαιώματα
(νεοελλ-μσν.) το ουδ. ως ουσ. το ήμερο(ν)
η πραότητα, η γλυκύτητα, η καλοσύνη
μσν.
1. ταπεινός, υποταγμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μτφ. τὰ ἥμερα
τα αξιόλογα («μήν χάσωμεν τὰ ἥμερα διὰ τὰ ἄγρια»)
αρχ.
1. (για τόπο) επίπεδος, ομαλός («ὁδῶν τε ἐπιμελούμενος, ὅπως... ἡμερώταται... γίγνωνται», Πλάτ.)
2. ιατρ. (για όγκο) καλοήθης
3. (ως κύριον όν.) ἡ Ἡμερα
επίθετο τής Αρτέμιδος στην Αρκαδία.
επίρρ...
ημέρως και ήμερα (AM ἡμέρως, Μ και ήμερα)
με ήμερο τρόπο, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. yamati «δαμάζω» είναι σημασιολογικώς δυσχερής. Άλλες υποθέσεις, όπως η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sāntvam «γλυκύτητα πραότητα» και το νέο άνω γερμ. janft «γλυκύς, πράος» ή το αρχ. άνω γερμ. jamar «λυπημένος», παρουσιάζουν επίσης σοβαρά προβλήματα.
ΠΑΡ. ημερότης, ημερώ
αρχ.
ημερία, ημερίς
νεοελλ.
ημεράδα, ημεράδι, ημέρευμα, ημερεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ημερόδρυς, ημεροθαλλής, ημεροθηρικός, ημεροπευτής, ημερόπιτυς, ημεροποιός, ημεροποιώ, ημεροτοκώ, ημερόφυλλος
(μσν) ημερόχειρος
(μσν-νεοελλ.) ημερόδενδρος. (Β' συνθετικό ανήμερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἥμερος — tame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμερος — η, ο επίρρ. α 1. εξημερωμένος: Ήμερο λιοντάρι. 2. εκχερσωμένος, οργωμένος: Ήμερος τόπος. 3. αντίθ. του άγριος: Ήμερη καστανιά. – Ήμερα ραδίκια. 4. ήπιος, μαλακός: Ήμερος άνθρωπος. 5. πολιτισμένος: Ήμερα ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμερώτερον — ἥμερος tame adverbial comp ἥμερος tame masc acc comp sg ἥμερος tame neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερωτάτων — ἥμερος tame fem gen superl pl ἥμερος tame masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερωτέραις — ἥμερος tame fem dat comp pl ἡμερωτέρᾱͅς , ἥμερος tame fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερωτέρων — ἥμερος tame fem gen comp pl ἥμερος tame masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερώτατα — ἥμερος tame adverbial superl ἥμερος tame neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερώτατον — ἥμερος tame masc acc superl sg ἥμερος tame neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρων — ἥμερος tame fem gen pl ἥμερος tame masc/neut gen pl ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρως — ἥμερος tame adverbial ἥμερος tame masc acc pl (doric) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”